- ημεραυγής
- ἡμεραυγής, -ές (Μ)1. (για τον ήλιο) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας2. ο λαμπερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -αυγής (< αυγή «λάμψη» ή *αύγος), πρβλ. δι-αυγής, τηλ-αυγής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek